Οι εκλογές του Ιουνίου - στις οποίες ψήφισα για πρώτη φορά μετά από 10 σχεδόν χρόνια - μου άφησαν πολλά κουσούρια. Ένα μεγάλο μούδιασμα που εμφανίστηκε τη στιγμή που όλα πια είχαν ξεκαθαρίσει δε λέει να φύγει ακόμα, παρόλο που είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να μην αρρωστήσω από τα αποτελέσματα. "Τί γκρινιάζεις? Εσύ δεν ήθελες μια ζωή να δεις αυτήν την κοινωνία να καταστρέφεται?" λέει το διαβολάκι. Ήθελα τελικά ή ήταν κι αυτό κομμάτι μιας υποκουλτούρας? Πιστεύω στην καταστροφή ως γεννήτρια καταστάσεων? Δεν ξέρω πια. Τελικά μέσα σε αυτό το καλοκαίρι αλλάζουν πολλά στη ζωή μου και ξέρω πως οι εκλογές αυτές λειτούργησαν ως καταλύτης. Αλλάζουν κάποιες προτεραιότητες, αλλάζουν οι εργασιακές συνθήκες - προς μια ειδικής φύσεως ανεργία - αλλάζουν πολλά τελικά. Όμως όλα αυτά δεν είναι του παρόντος. Κάτι άλλο ήταν το κύριο που μου συνέβη μετά τις εκλογές. Δεν μπορούσα - δεν ήθελα δηλαδή - να διαβάσω!
Βουτηγμένος στην καταθλιπτική πολιτική επικαιρότητα διανθισμένη με τόνους κυνισμού στο twitter και το facebook, το χέρι δεν πήγαινε προς τη βιβλιοθήκη. Ούτε το παζάρι του Καστανιώτη, ούτε το παζάρι των εκδόσεων Άγρα άλλαξαν αυτήν την κάπως θλιβερή κατάσταση παρότι προστέθηκαν καμιά 25αριά βιβλία στο ράφι "προς ανάγνωση". Ούτε τα πολλά καλά βιβλιόφιλα blogs, ούτε οι διαδικτυακοί μου φίλοι και οι αναγνωστικές τους περιπέτειες στο librarything ήταν ικανά να μου ανεβάσουν αυτόν τον γνωστό, σε όσους διαβάζουν πολύ, πυρετό που σε οδηγεί να τελειώνεις ένα βιβλίο και σε 5 λεπτά να αρχίζεις το επόμενο. Μέχρι που μετά από μια απελευθερωτική απόφαση σε σχέση με τη δουλειά μου και τον σχεδιασμό αυτών των 5-6 εβδομάδων παραθερισμού στην Κρήτη - οι πρώτες μου κανονικές διακοπές εδώ και πολλά χρόνια - και αφού έχω ξεδιαλέξει 2-3 βιβλία σε dead-tree format και έχω φορτώσει το kindle με δεκάδες άλλα, βγαίνω για έναν καφέ στα Εξάρχεια, παραμονές της αναχώρησης μου, και διαβάζω στο "Ποντίκι" μια βιβλιοκριτική του "Οι κεραίες της εποχής μου" του Ανταίου Χρυσοστομίδη. Τελείως συμπτωματικά κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων έπεσα πάνω σε μια κονσέρβα της ΕΤ1 - από αυτές που έδειχναν ενδιαμέσως των αγωνισμάτων - σε μια συνέντευξη του συγγραφέα που μιλούσε για την ομώνυμη εκπομπή του και τις συνεντεύξεις με άλλους συγγραφείς. Ανέφερε τον Ταμπούκι, που ήταν καλός του φίλος, τον Τζόναθαν Κόου - που είναι από τις μεγάλες μου αγάπες - και άλλους. Έτσι, αποφάσισα ως τελευταία αγορά μου από την Αθήνα και παρότι είχα απαγορεύσει στον εαυτό μου να αγοράσει άλλα βιβλία αν δεν άρχιζα επιτέλους να διαβάζω κάποια, να πεταχτώ στην Πρωτοπορία - η Πολιτεία φάνταζε πολύ μακρινός προορισμός κάτω από τους αποπνικτικούς 43 βαθμούς Κελσίου - και να αγοράσω το βιβλίο μαζί με ένα δωράκι προς την συνταξιδιώτρια μου - την "τριλογία του Βερολίνου" του Philip Kerr. Ένα πρώτο ξεφύλλισμα ήταν αρκετό για να πάρω μπρος και έτσι μέχρι να μπω στο πλοίο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ξεπέταξα τα δύο βιβλία που είχα στη μέση, το Transito της Anna Seghers και το Hotel Savoy του Joseph Roth, και λίγο πριν το λιμάνι του Ηρακλείου άρχισα να διαβάζω την εισαγωγή του Ανταίου Χρυσοστομίδη. Το πλοίο έδεσε στο λιμάνι αφού είχα διαβάσει τον Άμος Οζ, τον Τζον Μπάνβιλ - έχω την Τριλογία των Επαναστάσεων παρατημένη στο δεύτερο βιβλίο της - και τον Χάρι Μούλις. Στον Χάρι Μούλις ανέβηκε επιτέλους ο πυρετός.
Η γνωστή παράνοια. Να σημειώσω βιβλία... γαμώτο αυτό δεν έχει μεταφραστεί... ευτυχώς που τσίμπησα τον Μακάνιν από το τελευταίο παζάρι... Ο Pitol δεν είναι ο Pinol, άλλος είναι... είναι δυνατόν να είναι τόσο καλός ο Θέρκας... ποιος διάολο είναι πάλι αυτός ο Νόρμαν Μανέα....Κιουρέισι!... καταπληκτικός ο Ίνγκο Σούλτσε... "Χάμερστάιν ή περί ιδιορρυθμίας", πρέπει να το αγοράσω... ο πολύ αγαπημένος Αττιά... κλπ κλπ. Παύση σε κάθε κεφαλαιάκι για να μην τελειώσει γρήγορα το βιβλίο. Και κατέβασμα πειρατικών e-books από το internet θαρρείς και όλο το διαδίκτυο θα κατέρρεε σε λίγες ώρες. Και μια πίκρα στο τέλος, όταν καταλαβαίνω πως ο δεύτερος τόμος με τις συνεντεύξεις των υπολοίπων - μεταξύ των οποίων και ο Κόου - δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα εκδοθεί... Για να δούμε τί λένε στο librarything για αυτούς που δεν έχω διαβάσει... Κι άλλα links, κι άλλες πηγές κ.ο.κ. Ολική επαναφορά λοιπόν και ξαφνικά οι Στουρνάρες, οι Λαφαζάνηδες και οι Ψαριανοί, η Αγροτική και η ΕΥΔΑΠ, οι φόροι και τα Eurogroups μοιάζουν πολύ μικρά, σαν σκνίπες.
Ο Άμος Οζ είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που πάντα στα βιβλιοπωλεία ξεφυλλίζω τα βιβλία του και κάθε φορά αποφασίζω να τον αγοράσω την επόμενη φορά. Γνωστό το φαινόμενο. Ίσως φταίει η μονοθεματικότητά του - η οικογένεια δηλαδή - ίσως αυτός ο διαχωρισμός του πολιτικού από το λογοτεχνικό. "Έχω δύο στυλό πάνω στο γραφείο μου, ένα μπλε και ένα μαύρο. Με το μπλε γράφω τα λογοτεχνικά, με το μαύρο τα πολιτικά άρθρα". Υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν γύρω από αυτά που ζούνε και άλλοι που γράφουν γι αυτά που θα ήθελαν να ζούνε. Ο Άμος Οζ ανήκει στην πρώτη κατηγορία. "Ακόμα κι αν γράψω μια ερωτική ιστορία, ας πούμε ανάμεσα στη Μητέρα Τερέζα και τον Τζορτζ Μπους, θα είναι και αυτή αυτοβιογραφική. Οτιδήποτε μπορώ να επινοήσω προέρχεται πάντα από τις εμπειρίες μου". Η ζωή στο Κιμπούτς, η αυτοκτονία της μητέρας του, το Παλαιστινιακό, ο πόλεμος - "Πολέμησα σε δυο πολέμους, επειδή με ανάγκασαν να το κάνω, επειδή έπρεπε να υπερασπιστώ τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Αρνούμαι να πολεμήσω για οτιδήποτε άλλο, για παραπάνω εδάφη του Ισραήλ, για τους Αγίους Τόπους, για τα εθνικά συμφέροντα". Αυτές είναι οι πρώτες ύλες. Διακρίνω μια αφέλεια στις πολιτικές θέσεις - τον πόλεμο με τον Λίβανο το 2006 τον χαρακτηρίζει αρχικά αμυντικό, στην πορεία τον καταγγέλλει - είναι ισορροπιστής. Σε αυτή τη γωνιά του κόσμου που κυριαρχεί το μίσος όμως, ίσως το να είσαι ισορροπιστής είναι τελικά πιο ανατρεπτικό. Θα επιλέξω το "Η ίδια θάλασσα", το πειραματικό του μυθιστόρημα που ξεφεύγει από τη μονομανία των υπολοίπων.
Ο Μπάνβιλ ανήκει σε μια σειρά Ιρλανδών συγγραφέων που βαριέμαι να διαβάσω, όπως ας πούμε ο Sebastian Barry, ή και ο Τζόις - αν και τους Δουβλινέζους τους κατάφερα και φυσικά θα πάρω το Finegan's Wake όταν μεταφραστεί λόγω περιέργειας αν και είναι δεδομένο πως δε θα διαβάζεται ούτε στα Ελληνικά ούτε και σε οποιαδήποτε γλώσσα του κόσμου. Στη συνέντευξη ο Ιρλανδός είναι αρχικά εσωστρεφής και στριφνός. Γκρινιάζει για το ότι περίμενε 3 άτομα συνεργείο και έρχονται 4 - "άντε να βρούμε τώρα άλλη μια καρέκλα" - μετά μάλλον ντρέπεται την κάμερα, τη δεύτερη μέρα όμως χαλαρώνει. "Μια φορά κάποιος συνάντησε τον Τζόις και του είπε 'Μπορώ να φιλήσω το χέρι που έγραψε τον Οδυσσέα?' Κι ο Τζόις απάντησε 'Βεβαίως, αρκεί να θυμάστε πως αυτό το χέρι έχει κάνει και άλλα πράγματα...'". Λέει "η γυναίκα μου" και κανείς δεν ξέρει σε ποια αναφέρεται. Ουσιαστικά δίγαμος - τυπικά ακόμα παντρεμένος με την πρώτη του γυναίκα αφού στην υπερκαθολική Ιρλανδία το διαζύγιο δεν νοείται - έχει το γραφείο του στο σπίτι της πρώτης του γυναίκας και ζει στο σπίτι της δεύτερης. Η πρώτη πάει διακοπές στις ΗΠΑ παίρνοντας μαζί και την κόρη της δεύτερης. Ο Μπάνβιλ θεωρεί τα βιβλία του κατώτερα των περιστάσεων, λέει πως γράφει συνέχεια το ίδιο βιβλίο μπας και το γράψει κάποτε σωστά. Μου ακούγεται παγιδευμένος. Δεν είναι ίσως τυχαίο πως όταν γράφει κάτω από το ψευδώνυμο Μπεντζαμιν Μπλακ απελευθερώνεται. Και γι αυτό επιλέγω το "Ο διπλός θάνατος της Κρίστιν Φολς" και το "Ο ασημένιος κύκνος", αγνοώντας το Μπούκερ και αυτό το ίδιο βιβλίο που ξαναγράφει εδώ και τόσα χρόνια.
"Η ανακάλυψη του ουρανού". Αυτός ο Ολλανδός που έγραψε την "Ανακάλυψη του ουρανού". Αυτό θα έλεγα σε όποιον ανέφερε τον Χάρι Μούλις πριν διαβάσω το κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο σε αυτόν. Πρόσφατα και πριν τις Κεραίες μια φίλη μου είχε πει σε ένα μεζεδοπωλείο πως λατρεύει τον Χάρι Μούλις. "Α την Ανακάλυψη του Ουρανού" είπα. "Και όχι μόνο..." μου αποκρίθηκε. Και μετά διάβασα και για το "Πέτρινο Νυφικό Κρεβάτι", αυτήν την επιστροφή ενός Αμερικάνου αεροπόρου στον εφιάλτη του βομβαρδισμού της Δρέσδης. Αυτό το ταμπού που οι Γερμανοί δεν έπρεπε να μιλάνε για τα εγκλήματα που διαπράχθησαν εναντίον τους επειδή αυτούς θέλει η ιστορία στο ρόλο του "μεγάλου φταίχτη". Το 1959 ναι, ήταν ανατρεπτικό το να γράφει κανείς για κάτι τέτοιο. Και το βιβλίο για τον Άιχμαν που απαγάγει και εκτελεί η Μοσάντ. Σάλος! Ο Μούλις κατηγορείται ως φιλοναζί. Ο ίδιος γιος μιας Εβραίας και ενός συνεργαζόμενου με τους Ναζί, νοιώθει την ανάγκη να εξηγήσει, να ερμηνεύσει, να κρίνει, να αθωώσει και να καταδικάσει. Γράφει την τελευταία του κουβέντα για το θέμα στο "Ζίγκφριντ, ο γιος του κτήνους" και μετά δεν ξαναγράφει τίποτα. Το 2010 μας αφήνει μετά από 20 χρόνια μάχης με τον καρκίνο σε ηλικία 83 χρόνων. Ένα νόμπελ που αδίκως δε δόθηκε ποτέ. Επιλέγω το "Πέτρινο Νυφικό Κρεβάτι" αφού "Η ανακάλυψη του Ουρανού" είναι έτσι κι αλλιώς από τα καλύτερα βιβλία του 20ου αιώνα και αφήνω την "Απόπειρα" που τον καθιέρωσε, μεταφράστηκε σε 35 γλώσσες και η κινηματογραφική της μεταφορά πήρε Όσκαρ. "Η συγγραφή δε διδάσκεται. Όλα αυτά τα μαθήματα δημιουργικής γραφής που σήμερα είναι στη μόδα είναι ανοησίες. Απλώς μαθαίνεις κάποια κόλπα. Μετά όμως πρέπει να πιάσεις δουλειά, να γράψεις. Και τότε κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει". Το κεφάλαιο αυτό για τον Μούλις είναι από τα κορυφαία του βιβλίου του Χρυσοστομίδη. Από δω και πέρα το βιβλίο απογειώνεται.
Και φτάνουμε στον πρώτο ογκόλιθο, τον Πορτογάλο νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου. Ο Σαραμάγκου άρχισε να γράφει στα 58 του και έγινε διάσημος σε όλον τον κόσμο, ο μόνος Πορτογάλος λογοτέχνης μαζί με τον Πεσσόα που έγινε παγκόσμιος. Είναι μέλος του Πορτογαλικού ΚΚ, του μοναδικού "ορθόδοξου" πλην ΚΚΕ κομμουνιστικού κόμματος στην Ευρώπη και από πάντα του πιο φιλοσοβιετικού, του πιο δογματικού, αλλά "η μόνη σχέση που είχε ο Στάλιν με τη γη είναι ότι έχωσε σε αυτήν χιλιάδες αθώους κομμουνιστές" λέει. Υπέρ των Παλαιστινίων, υπέρ των Ζαπατίστας, υπέρ του Τσάβεζ και του Λούλα μνημονεύει την απάντηση του Ενγκελς σε μια κυρία που έγραφε ένα μυθιστόρημα και του είχε ζητήσει συμβουλές περί ιδεολογίας, "όσο λιγότερο εμφανής η ιδεολογία, τόσο το καλύτερο...", ενάντια στην καλλωπισμένη αριστερά όπως χαρακτηριστικά λέει, ενάντια και στην Κίνα μπροστά στην οποία η φόρα της Βρετανικής Βιομηχανικής Επανάστασης ωχριά, επαναλαμβάνει και μια αγαπημένη μου ρήση: "Απαισιόδοξος είναι ένας ενημερωμένος αισιόδοξος", θαυμάζει τον Γκράμσι, λατρεύει τη σύντροφό του και προς το τέλος της ζωής του είναι και ένας επιτυχημένος blogger. Αυτό όμως που με ελκύει περισσότερο σε αυτόν είναι το γεγονός πως είναι ακλόνητα, χωρίς δεύτερες σκέψεις, αδιαπραγμάτευτα και φανατικά, άθεος. Διαλέγω τις αυτοβιογραφικές "Μικρές Αναμνήσεις" και προτρέπω στην αναζήτηση ενός συγκεντρωτικού e-book που περιέχει όλες τις νουβέλες του.
Και ακολουθεί η μεγάλη αγάπη του Ανταίου Χρυσοστομίδη, ο φίλος του Ιταλός λογοτέχνης, Αντόνιο Ταμπούκι. Ο τρίτος στη σειρά που πέθανε πρόσφατα μετά τον Σαραμάγκου και τον Μούλις αλλά αυτός δυστυχώς μόλις 69 ετών μέσα στο 2012. Υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση του Ταμπούκι με την Ελλάδα αφού την επισκεπτόταν σχεδόν κάθε χρόνο. Έκανε ένα ταξίδι το οποίο κατέληγε πάντα σε ένα συγκεκριμένο ξενοδοχείο των Χανίων. Και είναι από αυτούς που όταν αγαπάνε ένα μέρος γράφουν γι αυτό. Ο Ταμπούκι έχει γράψει για την Ελλάδα όπως έχει γράψει πολύ και για την άλλη του αγάπη την Πορτογαλία και ειδικά για τον Πεσσόα. Νομίζω πάντως ότι παρά την προσωπική του σχέση με τον Ιταλό και μάλλον εξαιτίας αυτής, το κεφάλαιο για τον Ταμπούκι είναι από τα πιο αδύναμα του βιβλίου του Χρυσοστομίδη. Είναι δύσκολο να γράφεις για τους φίλους σου. Όπως και να χει αποτελεί μια εισαγωγή για όσους δεν έχουν ακόμα διαβάσει τον Ιταλό. Τόσο αυτοί όσο και εγώ θα βρεθούμε μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη για την τσέπη μας. Δεν υπάρχουν e-books και έτσι τα 20 βιβλία του - εκ των οποίων όλα νομίζω έχουν εκδοθεί στα Ελληνικά - θα μας ξεπαραδιάσουν. Θα επιλέξω το πιο δύσκολο υποτίθεται βιβλίο του, το "Ο Τιστάνο πεθαίνει", αλλά θα αναφέρω εδώ και το "Ταξίδια και άλλα ταξίδια" ένα βιβλίο-κολάζ που έχει μια ομοιότητα με τις κεραίες. Όταν το τελειώσεις θέλεις να διαβάσεις πολύ και πολλά διαφορετικά πράγματα.
Γιασμίνα Χάντρα. Είναι γυναίκα? Είναι άντρας? Μέχρι και το τέταρτο μυθιστόρημα που εκδίδεται κανείς δεν ξέρει στα σίγουρα εκτός ίσως από τον εκδότη και κάποιους πολύ λίγους και εκλεκτούς στην Αλγερία. Μέχρι που ένας Αλγερινός στρατιωτικός ονόματι Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ σε μια συνέντευξη τύπου στο Παρίσι αποκαλύπτει πως πίσω από το ψευδώνυμο Γιασμίνα Χάντρα κρύβεται ο ίδιος, πως το Γιασμίνα είναι το μικρό τη συζύγου του και πως από δω και μπρος διαλέγει ως τόπο κατοικίας και δημιουργίας τη Γαλλία. Ο Χάντρα/Μουλεσεχούλ αποτελεί για μένα την πρώτη μεγάλη αποκάλυψη των Κεραιών. Σκηνές πολύ δυνατές που περιγράφουν μια Αλγερία στη δίνη του εμφυλίου. Μια συζήτηση πολυδιάστατη για τις ρίζες του Χάντρα, τη διαλυμένη του οικογένεια, το κόσμο του στρατού, τη δυσκολία έκφρασης μέσα από τα γραπτά του, την απόφαση για το ψευδώνυμο, τη μετανάστευση στη Γαλλία του Σαρκοζί, τον έρωτα και τον Καμύ. Ένας ρεαλιστής ονειροπόλος, ο Χάντρα είναι ο Ιζζό της απέναντι πλευράς, ένας ακόμα συνοδοιπόρος σε αυτό το μεσογειακό ρεύμα του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου με πρόφαση μια αστυνομική πλοκή, μαθαίνει κανείς την πολιτική, την ιστορία και τη φιλοσοφία, τη ζωή τριγύρω από αυτή τη μεγάλη λίμνη που λέγεται Μεσόγειος. Θα διαλέξω το "Μοριτούρι" γιατί απλά σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να αρχίζει κανείς από την αρχή και να τα διαβάζει όλα μέχρι το τέλος. "Άρχισαν να επεμβαίνουν και να λογοκρίνουν κάθε μου κείμενο. Αυτό ήταν κάτι που δεν άντεχα: δεν ήθελα να αποφασίζει ο στρατός για τη λογοτεχνία μου, αρκούσε που αποφάσιζαν για τη ζωή μου. Ακόμα και η γυναίκα που ήθελα να παντρευτώ έπρεπε να περάσει από την έγκρισή τους. Και είναι η Γιασμίνα, η γυναίκα μου, αυτή που βλέποντάς με σε αδιέξοδο, μου είπε: 'Πρέπει να βρεις ένα ψευδώνυμο. Αν πιστεύεις σε αυτό που κάνεις, θα πρέπει να διαλέξεις την παρανομία'. Κι ύστερα μου είπε μια φράση που δε θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω: 'Εσύ μου έδωσες το όνομά σου για τη ζωή, εγώ σου δίνω το δικό μου για την υστεροφημία'. Μέχρις εκείνη τη στιγμή, στον στρατό, ένιωθα σαν το Μόγλη μέσα στη ζούγκλα. Θα μπορούσα να είχα γίνει προδότης, εγκληματίας, απατεώνας. Κράτησα ζωντανή την αθωότητά μου, χάρη σ' εκείνη. Εκείνη με έμαθε να περπατώ".
Ο Τζον Λε Καρέ είναι η πρώτη πολύ ευχάριστη έκπληξη του βιβλίου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον περίμενα ψυχρό, στυγνό επαγγελματία που απλά γράφει καλά και έχει πιάσει την καλή. Και τελικά αποδεικνύεται ένας από τους πιο συμπαθείς αυτής της συλλογής. Δέχεται τη συνέντευξη παρότι έχει δώσει ελάχιστες στη ζωή του - μία στο BBC και μία για εμπορικούς λόγους στους Ιάπωνες - λόγω του αριστερού παρελθόντος του Χρυσοστομίδη και του ανοίγει την ψυχή του και το σπίτι του, ένα σπίτι στη μέση του πουθενά, "το πιο ωραίο, το πιο καλόγουστο, το πιο ονειρικό σπίτι συγγραφέα που είδαμε ποτέ". Φαίνεται πως σε αντίθεση με άλλους που θα ακολουθήσουν ο Λε Καρέ ξέρει να ξοδεύει τα λεφτά του. "Προέρχομαι από ένα σπίτι στο οποίο κανείς δεν διάβαζε ποτέ κανένα βιβλίο. Ήμουν ο γιος ενός κακοποιού που ασχολιόταν με διάφορες μπίζνες και βρέθηκε πολλές φορές στη φυλακή. Πήγε φυλακή εδώ στην Αγγλία, στην Τζακάρτα της Ινδονησίας, στην Ελβετία. Η μητέρα μου εξαφανίστηκε από τη ζωή μου όταν ήμουν 5 χρονών. Νομίζω ότι είναι ο Γκράχαμ Γκρην αυτός που είπε ότι η παιδική ηλικία είναι το 'πιστωτικό υπόλοιπο' ενός συγγραφέα. Τα δικά μου παιδικά χρόνια ήταν τόσο απρόσμενα και τόσο 'εξωτικά' που νομίζω ότι οφείλω σε αυτά το γεγονός ότι έγινα εκατομμυριούχος". Εσωτερικός σε σχολείο, το έσκασε από την Αγγλία στα 16, σπούδασε στην Ελβετία, πήγε στην Οξφόρδη και εκεί στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου ήρθε σε επαφή με τον κόσμο της κατασκοπίας. Ο Λε Καρέ δούλεψε για πολλά χρόνια στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες αλλά δε φαίνεται να έχει πέσει στην παγίδα του να βλέπει τη Δύση ως "καλή" και την Ανατολή ως "κακή". Πολύ παρεξηγημένος στην Ελλάδα μέχρι πολύ πρόσφατα λόγω θεματολογίας, λοιδωρήθηκε από τους εδώ "προοδευτικούς" και καλά κριτικούς που θέλανε είτε αντικαπιταλιστική είτε ευρωαριστερή ιδεολογία - ανάλογα το είδος - όμως από αυτά που λέει αποδεικνύεται μάλλον σοφότερος από τους επικριτές του: "Αν βελτιώθηκε ο κόσμος μετά τον Ψυχρό Πόλεμο? Όχι δεν βελτιώθηκε (...) Το 98-99 νόμιζα ότι θα μπορούσαμε να αναδημιουργήσουμε τον κόσμο. Οι ΗΠΑ δεν είχαν πια αντίπαλο, (...) όμως δεν υπήρξε καμιά διάθεση να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίον οι ΗΠΑ απευθύνονταν στον κόσμο. Αντίθετα υπήρξε ένας οικονομικός απομονωτισμός και ένας επιπόλαιος και σαθρός πλουτισμός που γρήγορα συρρικνώθηκε. Επί Θάτσερ, την επιρροή της οποίας στην πατρίδα μου απεχθάνομαι, θεοποιήσαμε την απληστία και τον υλισμό (...) οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και δεν ξέρουμε πλέον πως να ελέγξουμε τους εαυτούς μας". Και για την λογοτεχνία: "Σε ό,τι με αφορά αρνούμαι κατηγορηματικά να υποταχτώ στα κριτήρια μιας λογοτεχνικής γραφειοκρατίας. Πρόκειται για μια αυτάρεσκη ελίτ. Χαίρομαι αν κάποιος με διαβάζει έστω επειδή του αρέσουν μόνο τα κατασκοπευτικά μυθιστορήματα ή οι ιστορίες αγάπης: ελπίζω να ικανοποιώ και αυτόν". Ο Λε Καρέ είναι ένας τύπος που αγοράζει ένα άγαλμα και το τοποθετεί πίσω από κάτι αγριόχορτα στην αυλή του για κάθε βιβλίο που εκδίδει αλλά ταυτόχρονα του αρέσει να τρώει μια παραδοσιακή πίτα με ψαροκόκκαλα, το φαΐ των φτωχών. Έχω διαβάσει πολύ Λε Καρέ. Θα αφήσω τον Σμάιλι, όπως και το πασίγνωστο "Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο" και θα επιλέξω το "Οι απόλυτοι φίλοι", το πιο πολιτικό του βιβλίο και από αυτά που αναφέρονται στις κεραίες το "Ο επίμονος κηπουρός".
"Οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι στον κόσμο είναι οι ουτοπιστές" τιτλοφορείται το κεφάλαιο για τον Ιαν ΜακΓιούαν και έτσι από την αρχή φάνηκε πως δε θα τα πήγαινα και πολύ καλά μαζί του. Άλλωστε κάποιος που κοιτώντας τον κόσμο του σήμερα δεν μπορεί να βρει κάποια κατηγορία ανθρώπων πιο επικίνδυνη από τους ουτοπιστές προφανώς σκέφτεται σε άλλα μήκη κύματος από εμένα. Ειδικά όταν τα τελευταία χρόνια οποιαδήποτε θέση που διαφοροποιείται από την κυριάρχη περιγράφεται ως ουτοπική. Σαν να λέμε πως είναι επικίνδυνοι όσοι διαφωνούν με αυτό που συμβαίνει. Σε σύγκριση με τον Λε Καρέ ο ΜακΓιούαν μάλλον δεν ξέρει να ξοδεύει τα λεφτά του. "Το σπίτι του βρίσκεται στη μία από τις τέσσερις γωνίες αυτής της σιδερόφραχτης πλατείας του κέντρου του Λονδίνου, με τα μαύρα κιγκλιδώματα και τις 'σαν αιχμές βέλους απολήξεις τους'". Η ψυχρή κουζίνα στο ημιυπόγειο(!) και ένα σαλόνι στο υπερυψωμένο υπόγειο. Μια τετραώροφη κατοικία αγγλικού τύπου με μικρή επιφάνεια ανά όροφο. Ο ΜακΓιούαν διαβάζει λέει Πύντσον. Πώς γίνεται να θεωρεί λοιπόν τους ουτοπιστές επικίνδυνους.. Λίγο καταθλιπτικός μου κάνει ο συγγραφέας και όχι και πολύ ενδιαφέροντα αυτά που λέει. Το ίδιο έχω νοιώσει και για τα βιβλία του. Το Άμστερνταμ το βαρέθηκα, το Solar επίσης. Πιο πολύ μου έκανε ένα από τα παλιά του βιβλία, ένα με κάτι σκυλιά του οποίου τον τίτλο έχω λησμονήσει που έφερνε σε Σομερσετ Μομ. Έτσι μάλλον εξηγείται το ότι έχει κερδίσει ένα βραβείο που φέρει το όνομα του μεγάλου Μομ. Το Μπούκερ για το Άμστερνταμ θα είναι αυτό που θα τον καθιερώσει. Αφού πρέπει να επιλέξω κάποιο, θα σταθώ στην Εξιλέωση, το πιο ας πούμε ψυχολογικό βιβλίο του.
Στα επόμενα τρία κεφάλαια έχουμε ισάριθμους Νομπελίστες αν και θα έλεγα ότι από τους τρεις μόνο ο μεσαίος το αξίζει χωρίς καμία αμφιβολία. Η Νοτιοαφρικανή Ναντίν Γκόρντιμερ - που πολύ πρόσφατα άκουσα να της αλλάζουν φύλο και να κατακρεουργούν το επώνυμό της στην εμετική ελληνική τηλεόραση - έχει αναγκαστεί να τοποθετήσει ηλεκτροφόρα σύρματα γύρω από την κατοικία της μετά από μια τρομαχτική εμπειρία που είχε όταν ληστές εισέβαλαν στο σπίτι της χτυπώντας και δένοντάς την μαζί με την οικονόμο της. Φιμωμένες οι δύο γυναίκες ανακαλύφθηκαν από τους υπαλλήλους της εταιρίας ασφαλείας που προσέχουν το σπίτι ώρες μετά σε μια μικρή αποθηκούλα. Γιοχάνεσμπουργκ, μία από τις πιο άγριες πόλεις του κόσμου. Όλοι οι λευκοί έχουν ηλεκτροφόρα καλώδια γύρω από τα σπίτια τους και οι ασφαλιστικές εταιρείες αρνούνται να ασφαλίσουν εσένα και το σπίτι σου αν αρνηθείς αυτήν την τοποθέτηση. Πολύ ενδιαφέρουσα η συζήτηση και τα στοιχεία του κεφαλαίου. Οι Μπόερς, το απαρτχάιντ, ο Μαντέλα και ο έλληνας συνήγορός του Μπίζος, το ΚΚ Νοτίου Αφρικής, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο. Και το έργο της νομπελίστριας από το οποίο έχω μόνο διαβάσει τα διηγήματα με τίτλο "Ο Μπετόβεν ήταν κατά 1/16 μαύρος" χωρίς να μου κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση. Μάλλον θα δοκιμάσω το "Όπλο του Σπιτιού". Αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, για να καταλήξω σε μια προσωπική γνώμη για το αν η υφέρπουσα ομοφοβία που υπονοεί ο Ανταίος Χρυσοστομίδης όντως κρύβεται στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος.
Ακολουθεί ο δεύτερος ογκόλιθος του βιβλίου, μία από τις καλύτερες επιλογές της Σουηδικής Ακαδημίας όλων των εποχών κατά τη γνώμη μου, ο τεράστιος Περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα, Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2010. Η σκηνή με τον φυλακισμένο πατέρα στη "Γιορτή του Τράγου" που πεθαίνει από καρδιακή προσβολή τη στιγμή που μαθαίνει ότι μόλις έφαγε ένα κομμάτι από το σώμα του δολοφονημένου γιου του και αφού οι δεσμοφύλακές του τον είχαν αφήσει νηστικό για μέρες σε μία από τις σκληρές φυλακές της Δομινικανής "Δημοκρατίας" του Τρουχίλο δεν μπορεί παρά να στοιχειώσει ισοβίως και τον πιο σκληρό αναγνώστη. "Με αυτό το βιβλίο ήθελα να κάνω σαφές ότι μια δικτατορία διαφθείρει τους πάντες και τα πάντα. Ένα δηλητήριο που μολύνει όλη τη κοινωνία. Ο Τρουχίλο το 1930 ήταν ένας φτωχοδιάβολος, οι Δομινικανοί θα μπορούσαν εύκολα να τον σταματήσουν, αλλά δεν το έκαναν. Βοήθησαν στη δημιουργία του ακόμα και αυτοί που στη συνέχεια υπήρξαν θύματά του. Ο Τρουχίλο ανήκε στον Δυτικό κόσμο, όπως ο Χίτλερ και ο Στάλιν επίσης". Ο Λιόσα ταλαιπωρείται από το στίγμα του δεξιού μετά την κάθοδο του στον πολιτικό στίβο απέναντι στον Φουτζιμόρι που τότε θεωρούνταν αριστερός αλλά σύντομα αποδείχτηκε ένας κοινός απατεώνας του ποινικού δικαίου. "Θεωρώ τον εαυτό μου φιλελεύθερο. Αν κάποιοι θεωρούν ότι ο φιλελευθερισμός ανήκει στη Δεξιά, τότε τί να πω; Είμαι Δεξιός...". Πώς μπορεί όμως να είναι δεξιός κάποιος που έχει γράψει "Το όνειρο του Κέλτη", έναν καταπέλτη κατά της κρατικής τρομοκρατίας ή ένα τόσο αντιμιλιταριστικό βιβλίο όπως το "Η πόλη και τα σκυλιά". Το θέμα με τον Λιόσα είναι πως όπως και όλοι οι μεγάλοι της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι ένας πολύ περίπλοκος άνθρωπος. Ούτε δεξιός, ούτε αριστερός, απλώς περίπλοκος. Και σε έναν κόσμο όπου ο μέσος χρόνος δημόσιου λόγου που μπορεί να ακουστεί χωρίς διακοπές και διαφημιστικά μηνύματα είναι της τάξης των 30 δευτερολέπτων, ένας περίπλοκος άνθρωπος είναι σίγουρο πως θα παρεξηγηθεί. Ο Λιόσα με την ιδιαίτερή του εκδοχή του "ανήκειν", Περουβιανός και Ευρωπαίος, φιλελεύθερος και αριστερός, στρατευμένος και αντιμιλιταριστής, ξένος στην Ισπανία αλλά και μέλος της Ισπανικής Ακαδημίας, λάτρης του Φόκνερ αλλά και του Σαρτρ, υποστηρικτής του Λούλα αλλά επικριτής του Τσάβεζ, φίλος του Κορτάσαρ και του Μάρκες αν και τον δεύτερο τον φιλοδώρησε και με μια γροθιά στο μάτι, παντρεμένος στα 19 του με τη θεία του και κάτοικος Λίμας, Παρισίου και Μαδρίτης είναι ένας πολύ περίπλοκος άνθρωπος και ένας από τους μεγαλύτερους πεζογράφους όλων των εποχών. Επιλέγω τη "Γιορτή του Τράγου" γιατί είναι ένα βιβλίο που θα θυμάμαι όσο ζω και το "Η θεία Χούλια και ο Γραφιάς", το πιο "εύκολο" βιβλίο του και συνάμα τόσο διασκεδαστικό.
Ο τρόπος που το συνεργείο των Κεραιών βρίσκει τον Ορχάν Παμούκ στην Ιστανμπούλ, μου θυμίζει μια αντίστοιχη δική μου περιπέτεια αν και υποψιάζομαι πως εγώ ρίσκαρα περισσότερο την - στην καλύτερη περίπτωση - απέλασή μου και ο προορισμός βέβαια ήταν εντελώς διαφορετικός. Άλλο Κιουτσούκ Αρμουτλού και άλλο Πριγκηπονήσια - παρόλα αυτά δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω με κατανόηση διαβάζοντας το πώς ο Ανταίος Χρυσοστομίδης βρίσκει τελικά τον Τούρκο Νομπελίστα ο οποίος επιλέγει να ζει φρουρούμενος από την αστυνομία και αν σας έρχεται στο νου η παροιμία "Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα" τότε μάλλον είστε στο σωστό μήκος κύματος. Καλώς ή κακώς έτσι έχουν τα πράγματα και δυστυχώς είμαι υποχρεωμένος να παραδεχτώ πως αυτό ήταν και το πιο ενδιαφέρον σημείο της περιγραφής της συνάντησης με τον Παμούκ. Δύσκολα θα μπορούσε να βρει κανείς μια πιο ταιριαστή περίπτωση γι αυτό που λέμε Νομπέλ σκοπιμότητας, τουλάχιστον αν μιλάμε για Νόμπελ Λογοτεχνίας - γιατί γενικά φυσικά δε μπορεί να ξεχάσει κανείς το Νόμπελ Ειρήνης στον Κίσσιγκερ και άλλα αντίστοιχα ευτράπελα. Δε νομίζω ότι ο Παμούκ μπορεί να συγκεράσει τις δύο διαφορετικές Τουρκίες - άσε που το "δύο διαφορετικές Τουρκίες" μου μοιάζει ένα κατασκεύασμα, θα μπορούσα να ορίσω δέκα διαφορετικές Τουρκίες ή και μόνο μία Τουρκία τελικά - ούτε θεωρώ πως είναι κάτι παραπάνω από έναν καλό μυθιστοριογράφο - και τέτοιοι υπάρχουν δεκάδες. Ας μείνουμε στο ότι ο Παμούκ δε θα έπαιρνε ποτέ Νόμπελ αν ήταν Άγγλος, Γερμανός ή Αυστραλός. Από την άλλη μπορεί και να μη ζούσε αν δεν έπαιρνε Νόμπελ και αυτός είναι ένας αρκετά σημαντικός λόγος για μένα για να το πάρει. Ας επιλέξω το "Μουσείο της αθωότητας" για να δω τί άλλο έχει να μας πει σήμερα, όντας Νομπελίστας, φρουρούμενος και σε μία Τουρκία που και πάλι αλλάζει ξαφνικά, ο Ορχάν Παμούκ.
Βλαντιμίρ Μακάνιν δεν έχω διαβάσει ακόμα αλλά ο "Τρόμος" με περιμένει στην Αθήνα στο ράφι "προς ανάγνωση" - νέος Ναμπόκοφ έλεγε το "αυτί" του βιβλίου και ελπίζω αυτό να είναι πιο κοντά στην αλήθεια από το ότι ο Μακάνιν έχει παίξει στην εθνική σκακιού της ΕΣΣΔ αν και δεν στοιχηματίζω σε κάτι τόσο εξαιρετικό. Η Ρωσία είναι νομίζω η χώρα για την οποία τελικά ξέρουμε τα λιγότερα - τουλάχιστον μεταξύ των χωρών του ανεπτυγμένου ή αναπτυσσόμενου κόσμου. Υποψιάζομαι πως αυτή η κατηγοριοποίηση δεν ισχύει πια αλλά μέχρι να βρεθεί μια άλλη που να περιγράφει καλύτερα την κατάσταση που βιώνουμε ας αρκεστούμε σε αυτήν. Κακά τα ψέματα, από το 1921 και μετά υπάρχει ένα γνωσιακό κενό σε σχέση με την καθημερινή ζωή σε αυτήν την απέραντη χώρα και ο Πουτινισμός δεν είναι το κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον για να σπάσει αυτή η ομερτά. Η συζήτηση με τον 75χρονο Μακάνιν είναι πολύ ενδιαφέρουσα όχι τόσο για το έργο του αυτό καθεαυτό όσο για τις αναφορές στο Σαμιζντάν και τα underground λογοτεχνικά έντυπα, την όποια νοσταλγία για το παρελθόν και την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στη σημερινή πολιτική κατάσταση. Η σιωπή από το 99% των Ρώσων - γνωστών και μη, διανοούμενων και μη - είναι εκκωφαντική και απόδειξη του ότι κάτι πάει πολύ στραβά σε μια χώρα που υποψιάζομαι ότι η πιο ελεύθερη εποχή που έζησε ποτέ ήταν οι τελευταίες δεκαετίες του τσαρισμού.
(συνεχίζεται)